λαῖτον

λαῖτον
λάω 1
pres opt act 2nd dual
λάω 2
seize
pres opt act 2nd dual (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάιτον — λάϊτον, τὸ (Α) βλ. λήιτον …   Dictionary of Greek

  • Λαῖτον — Λαῖτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στράτσεϊ, Τζιλ Λάιτον — (Strachey). Άγγλος κριτικός και βιογράφος (Λονδίνο 1880 Ινκπεν 1932). Σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Κέμπριτζ και συνεργάστηκε με σπουδαία περιοδικά όπως τον Θεατή και την Επιθεώρηση του Εδιμβούργου. Έγινε γνωστός με το έργο του Σπουδαίες… …   Dictionary of Greek

  • λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”